- ἐναποκρύπτω
- ἐναπο-κρύπτω,A conceal,
τὰς δυνάμεις Jul.Or.1.38c
:—[voice] Pass.,τῷ δάσει τῶν δένδρων Str.15.3.7
, cf. Sch.Luc. Cat.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰς δυνάμεις Jul.Or.1.38c
:—[voice] Pass.,τῷ δάσει τῶν δένδρων Str.15.3.7
, cf. Sch.Luc. Cat.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναποκρύπτω — ἐναποκρύπτω (AM) κρύβω κάτι κάπου, αποκρύπτω μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek